Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επόγμιος — ἐπόγμιος, ον (Α) φρ. «ὦ Δάματερ ἐπόγμιε» Δήμητρα που προστατεύεις τους όγμους, τις σειρές τού θερισμού … Dictionary of Greek
ἐπόγμιε — ἐπόγμιος presiding over the furrows masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)